ωκυπος

ωκυπος
    ὠκύπος
    2
    Anth. = ὠκύπους См. ωκυπους

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ωκυπος" в других словарях:

  • ὠκύπος — masc/fem nom sg ὠκύπους swift footed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύπος — ον, Α βλ. ωκύπους …   Dictionary of Greek

  • ὠκύπον — ὠκύπος masc/fem acc sg ὠκύπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπου — ὤκυπος masc/fem/neut gen sg ὠκύπος masc/fem/neut gen sg ὠκύπους swift footed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύπους — ὤκυπος masc/fem acc pl ὠκύπος masc/fem acc pl ὠκύπους swift footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύπους — ουν / ὠκύπους, ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, ον, Α (στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους). Ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»